- σύνοπτρον
- σύνοπτρονorreryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνοπτρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύνοψις ἄστρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οπτρον < θ. οπ (βλ. λ. ὄπωπα) + επίθημα τρον (πρβλ. δί οπτρον)] … Dictionary of Greek